πρόσκολλος

πρόσκολλος
-ον, Α
προσκολλητός*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + -κολλος (< κόλλα), πρβλ. παρά-κολλος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πρόσκολλος — glued masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτίκολλον — ποτίκολλος masc/fem acc sg ποτίκολλος neut nom/voc/acc sg πρόσκολλος glued masc/fem acc sg (doric) πρόσκολλος glued neut nom/voc/acc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόλλα — Γενική ονομασία για οποιαδήποτε ουσία έχει την ιδιότητα να προσκολλάται σε διάφορα αντικείμενα και να τα συγκρατεί με σταθερό τρόπο· ο όρος αναφέρεται, κυρίως, σε εκείνες τις ουσίες που προέρχονται από οργανικές ενώσεις, και συγκεκριμένα από… …   Dictionary of Greek

  • ποτίκολλος — ον, Α (ποιητ. και δωρ. τ.) ο πρόσκολλος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί*, τ. ισοδύναμος τού πρός + κολλος (< κόλλα), πρβλ. παρά κολλος, σύγ κολλος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”